παπαγαλιστί

παπαγαλιστί
[папагалисти] επίρ наизусть.

Эллино-русский словарь. 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "παπαγαλιστί" в других словарях:

  • παπαγαλιστί — επίρρ. με παπαγαλίστικο τρόπο, σαν παπαγάλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παπαγαλίζω + επιρρμ. κατάλ. τί (πρβλ. αττικισ τί). Το επίρρ. μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • Adverb — ExamplesSidebar|28% * The waves came in quickly over the rocks. * I found the film amazingly dull. * The meeting went well, and the directors were extremely happy with the outcome. * Crabs are known for walking sideways. * I often have eggs for… …   Wikipedia

  • παπαγαλίστικος — η, ο [παπαγαλίζω] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον παπαγάλο ή στον παπαγαλισμό. επίρρ... παπαγαλίστικα παπαγαλιστί, σαν παπαγάλος …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»